Συντάχθηκε από Παυλάκος Μαυροειδής στις . Last updated on . Εμφανίσεις: 3996
Camera = “ Δωμάτιο ” - Obscura = “ Σκοτεινό ” στα Λατινικά.
Η ιστορία της φωτογραφίας αρχίζει από ένα δωμάτιο εντελώς σκοτεινό, που στην μία άκρη του είχε μια πολύ μικρή τρύπα. Η Camera Obscura είναι ένα δωμάτιο ή ένα κουτί εντελώς σκοτεινό, που στην μία άκρη έχει μία γυαλιστερή επιφάνεια και στην ακριβώς απέναντι άκρη μια πολύ μικρή τρύπα.
Αν μπείτε σε ένα πολύ σκοτεινό δωμάτιο μια ηλιόλουστη ημέρα και κάνετε μια μικρή τρύπα σε ένα παράθυρο και κοιτάξετε στον απέναντι τοίχο θα δείτε μια εικόνα έγχρωμη του τοπίου που είναι έξω από το δωμάτιο ανάποδα (ανεστραμμένο είδωλο). Αυτό το φαινόμενο δεν είναι μαγικό απλά στηρίζετε σε ένα νόμο της φυσικής. Οι ακτίνες του φωτός ταξιδεύουν σε ευθεία γραμμή, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ανάποδα πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια μια εικόνα των αντικειμένων που βρίσκονται έξω από το δωμάτιο (ανεστραμμένο είδωλο).
Αυτός ο νόμος της οπτικής ήταν γνωστός στους αρχαίους χρόνους. Οι πρώτες αναφορές έρχονται από τον 5ο αιώνα π.χ από τους κινέζους και τους αρχαίους Έλληνες. Οι φακοί, τα κάτοπτρα, οι ιδιότητες του φωτός, η σύνθεση και η δημιουργία των χρωμάτων, οι νόμοι της ανάκλασης και της διάθλασης, είχαν παρατηρηθεί και διατυπωθεί έγγραφα κατά την αρχαιότητα.
Ο Αριστοτέλης, ο μεγάλος Έλληνας σοφός ,γύρω στο 310 π.Χ. παρατήρησε το φαινόμενο του σκοτεινού δωματίου. Παρατήρησε μια εικόνα κατά την διάρκεια της έκλειψης της σελήνης που προβλήθηκε στο έδαφος μέσω των τρυπών από ένα κόσκινο και από τα χάσματα μεταξύ των φύλλων ενός πλατανιού. Το φαινόμενο της συμπεριφοράς των ακτινών του φωτός, όταν περνάνε μέσα από μία μικρή τρύπα, την ευθύγραμμη διάδοση του φωτός και του σχηματισμού του ειδώλου ενός αντικειμένου μέσα από μία μικρή τρύπα, περιγράφονται σε βασικές γραμμές, από τον μεγάλο σοφό, στο 15ο κεφάλαιο του βιβλίου του «Προβλήματα». Αργότερα, στον 11ο αιώνα, ο άραβας επιστήμονας Αλχαζέν περιγράφει το ίδιο φαινόμενο.
camera obscura χρησιμοποιούνταν από πολλούς ζωγράφους της Αναγεννησιακής εποχής, άλλοτε ως ενίσχυση της ζωγραφιάς τους κι άλλοτε ως
αμιγή αντιγραφή της εικόνας, δηλαδή του αντικειμένου, τοπίου ή ατόμου που θα ζωγράφιζαν. Οι περισσότεροι δεν αποκάλυπταν, ότι χρησιμοποιούσαν αυτή την κατασκευή, καθώς δεν ήθελαν να δώσουν την εντύπωση πώς επί της ουσίας «έκλεβαν» και αντέγραφαν μια φωτογραφία πάνω στον καμβά τους, αντί να σχεδιάζουν κάτι αυτοδημιούργητο. Η παραδοχή αυτής της μεθόδου μπορούσε να τους εξαπολύσει μέχρι και κατηγορίες για εξαπάτηση.
Στη συνέχεια και για πολλούς αιώνες, αρκετοί ασχολήθηκαν με την camera obscura και το 1558 ο Giovanni della Porta είναι ίσως ο πρώτος που συνιστά τη χρήση μιας ανάλογης φορητής συσκευής στους ζωγράφους για σχεδίαση πορτραίτων και τοπίων. Λίγο νωρίτερα, στα 1550 είχε ήδη συντελεστεί μια σημαντική τροποποίηση της camera obscura και συγκεκριμένα η προσθήκη ενός κοίλου φακού στην οπή εισόδου του φωτός, από τον Girolamo Gardano. Το 1568 ο Daniello Barbaro επινόησε επιπλέον ένα είδος διαφράγματος που επέτρεπε την εστίαση της εικόνας, ενώ το 1636 ο Daniel Schwenter εφεύρε ένα σύστημα πολλαπλών φακών, διαφορετικών εστιακών αποστάσεων, πρόδρομο του σημερινού ζουμ. Το 17ο αιώνα κατασκευάστηκαν δε και φορητοί θάλαμοι, οι οποίοι έδωσαν ανεξαρτησία κινήσεων στους καλλιτέχνες. Η ιδέα της απεικόνισης του κόσμου σε μια επιφάνεια είναι λοιπόν παλιά, παρέμενε μόνο το πρόβλημα πώς θα αποτυπωθεί μόνιμα αυτή η εικόνα σε ένα χαρτί.
Μπορούμε να πούμε πως η φωτογραφική μέθοδος του 16ου αιώνα λειτουργεί πάνω στις ίδιες αρχές με τις σύγχρονες φωτογραφικές μηχανές. Οι μετέπειτα μεταβολές της πρωταρχικής camera obsura οδήγησαν κυρίως σε περισσότερο ελαφρές μηχανές. Παράλληλα ξεκίνησαν οι προσπάθειες για την μόνιμη αποτύπωση της εικόνας σε μια φωτοευαίσθητη επιφάνεια, καθώς παρέμενε σημαντικό μειονέκτημα το γεγονός ότι η απλή camera obscura δεν μπορούσε να διατηρήσει τα είδωλα των αντικειμένων.